3.12.08

Η Κασσάνδρα και ο Λύκος


Το Νοέμβριο του 2005 τα ΝΕΑ και οι "Αλλοι Πρωταγωνιστές" του Στ. Θεοδωράκη φιλοξένησαν τη Μαργαρίτα Καραπάνου, που πέθανε χθές:

"Είχα ακούσει τόσα πολλά για τη Μαργαρίτα Καραπάνου, που δεν ήξερα τι να περιμένω. Θα μπορούσα να είχα βρεθεί σε ένα σπίτι με «μουχλιασμένα» έργα τέχνης και με την Καραπάνου στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου να με κοιτάει περιπαικτικά. Θα μπορούσα να είχα βρεθεί σε ένα δωμάτιο με μαύρους τοίχους και την «καταραμένη Καραπάνου» να κρύβεται πίσω από σύννεφα καπνού. Όλα θα μπορούσαν να συμβούν. H Μαργαρίτα Καραπάνου μεγάλωσε «χωρίς ταυτότητα». H μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη είχε την κακή ιδέα να της δώσει το δικό της όνομα. Και μπορεί ο Σικελιανός - φίλος στενός της Λυμπεράκη - να αστειευόταν και να μιλούσε για «πνευματική δυναστεία», όμως η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε χωρίς δικό της όνομα. Δίπλα της μόνο «ιερά τέρατα». Ο θείος της Γιάννης Μόραλης, η θεία της Αγλαΐα Λυμπεράκη η γλύπτρια, και το Παρίσι στη δεκαετία του '60 -ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Καμί, ο Πικάσο.

«H Κασσάνδρα και ο Λύκος», το πρώτο της βιβλίο μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες. «Πέρασα κι εγώ τα ίδια με εσάς. Εγώ κατέληξα στη φυλακή, εσείς γίνατε συγγραφέας» τής έγραψε μια μαύρη ισοβίτισσα της Νέας Υόρκης. Το «Ναι» το έγραψε σε ψυχιατρική κλινική, άρρωστη πολύ. «Ο υπνοβάτης» πήρε το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία. Το «Lee και Lou» «ισοπέδωσε» το Κολωνάκι. Όλα λοιπόν έπρεπε να τα περιμένω χτυπώντας το κουδούνι της. Μου άνοιξε μόνη της όμως. Μια σκυλίτσα - η Lou - φώναζε, στο μπαλκόνι είχε λίγα λουλούδια και στους τοίχους φωτογραφίες της νιότης της. Τα ωραιότερα μάτια της Αθήνας - έτσι μου είχαν πει - δεν ήταν σκοτεινά ούτε περιπαιχτικά. H Μαργαρίτα Καραπάνου είναι εδώ και δύο χρόνια καλά. Και θέλει να μιλήσει. H κοινή μας φίλη, η Φωτεινή Τσαλίκογλου, που είχε κανονίσει το ραντεβού, την είχε πείσει ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.

Να αρχίσουμε λοιπόν με το μεγάλο σας μυστικό.
Ναι. Αποφάσισα να βγω και να μιλήσω για τη μανιοκατάθλιψη που είχα πάρα πολλά χρόνια, όχι για να εκτονωθώ, αλλά για να βοηθήσω τους ανθρώπους που την έχουν. Είναι μια αρρώστια φοβερή, αλλά πρέπει να μην το βάζουν κάτω. Να ζήσουν, να ερωτευθούν, να γράψουν, να ταξιδέψουν. Όλα γίνονται.

Πότε καταλάβατε ότι είχατε αυτή την αρρώστια;
Είκοσι τεσσάρων χρόνων. Κλείστηκα σπίτι, φάρμακα, μετά κλινικές. Θέλω να κατηγορήσω εκείνους τους γιατρούς για την αδιαφορία τους, για την ειρωνεία τους απέναντι στους αρρώστους. Είναι ντροπή τους. Σαν να ήμασταν κατώτερο είδος, ένας ρατσισμός αφάνταστος. Οι νοσοκόμες μας φέρονταν σαν να ήμασταν ζώα.

Και πώς αντέξατε;
Μόλις μου βγάζανε τον ορό, έτρεχα στο τραπέζι και έγραφα. Τότε έγραψα το «Ναι». Αυτό το βιβλίο μου έσωσε την ζωή. Εκεί βρήκα και τη Βαρβάρα, αλληλοβοηθηθήκαμε. Ήταν λίγο σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης Εβραίων. Από τότε έγινε η πιο στενή μου φίλη. Και αυτή είναι σήμερα καλά και μάλιστα δουλεύει ως μεταλλειολόγος.

Υπήρξε αφορμή για την εκδήλωση της αρρώστιας;
Όχι, καμία. Είναι μια αρρώστια βιολογική, δεν είναι ψυχολογική. Κάτι πειράζεται στον εγκέφαλο. Έχασα 30 χρόνια από τη ζωή μου. Τώρα όμως και δυο χρόνια είμαι καλά και οι γιατροί λένε ότι δεν θα γυρίσει ξανά, γιατί αυτή η αρρώστια φεύγει σιγά-σιγά με την ηλικία, είναι αρρώστια της εφηβείας, οπότε χαίρομαι πολύ που γερνάω.

Τώρα παίρνετε φάρμακα;
Πολύ λίγα πια. Πριν έπαιρνα 17, τώρα τρία.

Πώς τα καταφέρατε και γράψατε 6 βιβλία;
Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς είχαν αυτή την αρρώστια και μεγάλοι ζωγράφοι. Ο Γκρέκο, ο Βαν Γκογκ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τένεσι Γουίλιαμς, η Σίλβια Πλαθ. Εγώ γράφω βιβλία από 7 χρόνων, βιβλία για παιδιά. Την «Κασσάνδρα» την έγραψα στα 21 μου, τότε ήμουν ακόμη καλά. Μετά, όποτε συνερχόμουν λίγο από την αρρώστια, έγραφα. Ή έγραφα άρρωστη.

Ο βραβευμένος «Υπνοβάτης» πώς γράφτηκε;
Στην Ύδρα, έναν χειμώνα μόνη μου. Τα βράδια έπαιζα πόκερ με 12 ξένους, πλούσιους γέρους - τους πήρα μέχρι και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα - και το πρωί έγραφα.

Πείτε μου για τη βράβευσή σας...
Ήταν το 1988, το ήξερα ότι ήμουν υποψήφια για το γαλλικό βραβείο για το καλύτερο ξένο βιβλίο - έναν χρόνο πριν το είχε πάρει ο Μαρκές με τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Καθόμουν σπίτι και έβλεπα στο DVD ένα θρίλερ του Μπράιαν ντε Πάλμα με τον Μάικλ Κέιν. Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το σηκώνω, συνεχίζει να χτυπάει και ακούω μια φωνή από το υπερπέραν να μου φωνάζει, «κερδίσατε το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου, μεθαύριο πρέπει να είσθε στο Παρίσι για την απονομή και το πάρτι». Μιλάω και με την EPT και μου λένε «πάρτε ένα ταξί και ελάτε αμέσως για το δελτίο»! Βάζω ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι, άβαφη, αχτένιστη και τρέχω. Βγαίνω, τους τα λέω και μετά αρχίζω να γελάω. Από μέσα φορούσα το νυχτικό!

Πού μεγαλώσατε;
Ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα. Οκτώ χρόνων γνώρισα τον Καμί. Βέβαια ήμουν μικρή για να καταλάβω ποιους ανθρώπους είχα απέναντί μου. Έβλεπα όμως σ' αυτούς τους ανθρώπους μια ξεχωριστή λάμψη. Θυμάμαι τον Σαρτρ στο καφενείο να καπνίζει ακατάπαυστα «Γκουλουάζ». Τα έβαζε στο στόμα από τη δεξιά μεριά και μιλούσε, μιλούσε. Πίσω σε ένα τραπέζι μόνη της καθόταν η Μποβουάρ. Έγραφε, δεν ήταν πολύ της παρέας.

Πώς είχατε βρεθεί στο Παρίσι;
H μητέρα μου ζούσε εκεί. «Τα ψάθινα καπέλα» που είχε γράψει η μητέρα μου Μαργαρίτα Λυμπεράκη βγήκαν στον Γκαλιμάρ, όταν ο Αλμπέρ Καμύ ήταν διευθυντής στο τμήμα ξένων βιβλίων και έτσι τον γνώρισε. Ο Καμί ερχόταν στο σπίτι μας και μου έλεγε «Κακομοίρα Μαργαρίτα, είσαι στο σκοτεινό Παρίσι και όχι στο φως της Αττικής».

Ο πατέρας σας;
A, ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, αλλά ήταν ένας play boy, δεν τον έβλεπα πολύ. Έπαιζε στις κούρσες, είχε πολλές γυναίκες. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 8 μηνών και τον έβλεπα πάντα σαν έναν πρίγκιπα.

Αλλά όχι σαν πατέρα...
Όχι. Έπαιζε συνεχώς στις κούρσες και μια φορά θυμάμαι πήρε τη γιαγιά μου και της είπε «Σαπφώ, έχασα το σπίτι στην Εκάλη». Και λέει η γιαγιά μου, «τι έγινε, κάηκε;». «Όχι, το έπαιξα στις κούρσες».

Και εσείς δεν κάνατε οικογένεια όμως...
Όχι, δεν έκανα, γιατί αρρώστησα στα 24. Και είναι το μόνο που μου λείπει πολύ. Σκέφτομαι να υιοθετήσω ένα παιδί από την Αφρική.

Ήσασταν μελαγχολικό παιδί;
Ήμουν πολύ κλειστό παιδί και φοβόμουνα. Είχα έναν τρόμο μέσα μου, μια μεγάλη ανασφάλεια. Δεν είχα τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, δύο πόλους, όπως χρειάζεται ένα παιδί.

Πέστε μου για τα χρόνια της κατάθλιψης.
Έζησα σε μεγάλη απομόνωση πολλά χρόνια. Γινόμουν καλά για τρεις-τέσσερις μήνες και μετά πάλι αρρώσταινα. Τριάντα χρόνια η ίδια ιστορία. Τώρα γελάω, γιατί όλοι με νομίζουν σνομπ και ότι κάνω ζωή jet set. Όλοι νομίζουν ότι είμαι Ύδρα, Παρίσι, Αθήνα. Και είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα!

Δεν θέλατε να βλέπετε ανθρώπους.
Δεν μπορούσα. H κατάθλιψη είναι μια κατάσταση που «δεν μπορείς»! Δεν είναι ότι «δεν θέλεις», είναι πολύ πιο βαθύ. Κακός ύπνος, μεγάλο άγχος...

Κλειστά παράθυρα...
Για ένα διάστημα ναι, κλειστά παράθυρα.

Αλκοόλ;
Ποτέ. Δεν έπινα ποτέ, ούτε ναρκωτικά, ούτε τίποτα.

Ο Θεός είναι κουρασμένος. Έτσι γράφατε. Έχετε αλλάξει άποψη γι' αυτό;
Έχω αλλάξει άποψη ναι, γιατί αν είναι Θεός, δεν θα κουραστεί ποτέ.

Έχετε ακόμα ένα «αν» όμως...
Εγώ πιστεύω στον Θεό. Και όταν ήμουν πολύ άρρωστη έλεγα: Θεέ μου να γίνω καλά, δεν θέλω τίποτα άλλο, ούτε να γράψω, ούτε να γίνω διάσημη, ούτε άνδρες, ούτε τίποτα. Να ξυπνάω και να είμαι καλά.

Τι εννοείτε «πολύ άρρωστη», δηλαδή ξυπνάγατε και...
Δεν υπήρχε τίποτα γύρω μου, ήταν η απόλυτη έρημος. Δεν ήθελα τίποτα, να πεθάνω ήθελα.

Ζούσατες σε μια άλλη πραγματικότητα; Ή απλώς υπήρχε ένα κενό, μια έρημος;
Όχι. Μόνο έρημος. H κατάθλιψη χτυπάει εκεί που έχουμε την ενέργειά μας και σε διαλύει. Σήμερα ξυπνάω, πίνω τον καφέ μου, βγάζω βόλτα τη σκυλίτσα μου τη Λου, γυρίζω, ζει μαζί μου μια φίλη μου Γεωργιανή, η Κατερίνα, που τη λατρεύω και το απόγευμα βλέπουμε πάντα DVD με καταστροφές, τυφώνες, βροχές. Είμαι καλά. Τίποτα άλλο δεν θέλω. Ούτε δημοσιότητα, ούτε φήμη, ούτε βιβλία - τίποτα.

H μητέρα μου με αγάπησε όταν αρρώστησα
Όταν εκδηλώθηκε η ασθένεια, η Μαργαρίτα Καραπάνου είχε δεσμό «με έναν υπέροχο άνδρα», όπως λέει. Όσο και να προσπάθησε όμως δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. «Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου και δεν μπορούσα, δεν είναι ότι δεν ήθελα, δεν μπορούσα να βγω έξω από το σπίτι. Μου διάβαζε τα αγαπημένα μου παραμύθια, τη "Μικρή Πριγκίπισσα" και την "Αλίκη των θαυμάτων". Δύο χρόνια προσπάθησε, με λάτρευε», εξηγεί η ίδια και παραδέχεται πως η μητέρα της στάθηκε στο πλευρό της από την πρώτη στιγμή: «Από την ώρα που αρρώστησα δεν έφυγε από δίπλα μου. Τότε με αγάπησε. Τότε μόνο. Άφησε τα πάντα, τους φίλους της, τις σχέσεις της, τα πάντα».

Ήταν αργά όμως...
Ήταν αργά. Τη λάτρευα τη μητέρα μου. Παρ' όλα αυτά που έχω γράψει στο «Μαμά», τη λάτρευα.

Στο βιβλίο σας βγαίνει λατρεία, αλλά και θυμός...
Μεγάλος θυμός, αλλά και λατρεία, αυτά τα δύο ένιωθα για τη μητέρα μου.

«Ευτυχισμένος» είναι μια λέξη που δεν ξέρω
Σαρτρ, Καμί, Πικάσο, Μποβουάρ. H Μαργαρίτα Καραπάνου, παιδί ακόμα, γνώρισε μέσω της μητέρας της όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής...

Αυτοί οι άνθρωποι που γνωρίσατε στη Γαλλία σας φαίνονταν ευτυχισμένοι;
«Ευτυχισμένος» είναι μια λέξη που δεν την ξέρω. Ευτυχία για μένα είναι η ολοκλήρωση. Ήταν άνθρωποι που είχαν κάνει αυτό που ήθελαν. Που είχαν τις γυναίκες που ήθελαν. Αλλά βέβαια την πλήρωσαν όλοι γύρω τους. Ήταν άνθρωποι πάρα πολύ σκληροί...

Όταν λέτε «σκληροί»;
Ορισμένοι έκαναν πράγματα φοβερά. Κάποιος - μεγάλη προσωπικότητα - έπεισε την κοπέλα του να αυτοκτονήσει και επειδή αυτή τον λάτρευε, αυτοκτόνησε.

Ήθελε να δοκιμάσει τη δύναμή του;
Ναι, και της μετέφερε αυτή την επιθυμία. Αυτοκτονεί αυτή, αυτοκτονεί και η αδελφή της. Αυτός μετά αρρώστησε, πήγε στην κλινική. Εγώ θα είχα πεθάνει, δεν θα είχα αρρωστήσει. Και οι περισσότεροι από αυτούς που θαυμάζουμε, είχαν φερθεί άσχημα στα παιδιά τους. Ο Καμύ, ας πούμε, φέρθηκε άσχημα στον γιο του. Ο Πικάσο έλεγε στη μαμά μου: «Γιατί έχεις την κόρη σου μαζί σου; Εγώ έχω μια κόρη που ζει 20 λεπτά από εδώ και δεν την έχω δει ποτέ»! Ήταν οι ήρωες του κόσμου, δεν τους ένοιαζε τίποτα πέραν του εαυτού τους. Είναι τιμή μου που τους γνώρισα, αλλά δεν θα ήθελα να είχα τη ζωή τους.

Ήθελα να ζήσω με τη γιαγιά μου, όχι με τους Σαρτρ και τους Καμί
Για πολλούς, η Μαργαρίτα Καραπάνου υπήρξε η ωραιότερη γυναίκα της Αθήνας. Γυναίκα που με τα λαμπερά της μάτια ενέπνεε τον έρωτα. H ίδια δεν το αρνείται...

«Ήμουν όμορφη, ναι. Με ερωτευθήκανε πολλοί άνδρες, εννοώ έρωτα μεγάλο, όχι για ένα βράδυ. Δεν δινόμουν όμως εύκολα, είχα ένα κράτημα, ίσως απ' όσα είχα περάσει. Τώρα που είμαι πια καλά, σκέφτομαι αν θα μπορούσα να παντρευτώ»...

Με ρωτάτε;
Ναι, θα ήθελα να έχω έναν σύντροφο. Όχι για σεξ και τέτοια, για παρέα.

Αν δεν είχατε πάει με τη μητέρα σας στη Γαλλία;
Θα είχα σωθεί νομίζω. Θα ζούσα εδώ με τη γιαγιά μου. Μαζί της πέρασα και τα χρόνια της εφηβείας, όχι πια με τους Σαρτρ και τους Καμί, αλλά με τα φλερτ μου με τις φίλες μου. Και γι' αυτό θα της είμαι αιώνια ευγνώμων. Τα χρόνια εκείνα ήταν τα μόνα ωραία χρόνια.

Τι γράφετε αυτή την εποχή;
Ένα θρίλερ. Να το διαβάσει ο Στίβεν Κινγκ και να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι του. Ξυπνάω πριν από το ξημέρωμα, πίνω τον πρώτο καφέ και μετά γράφω. Μετά συνεχίζω στα καφενεία, όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Κοιτάζω πώς καπνίζει ο ένας, πώς μιλάει ο άλλος, είμαι κάτι σαν ηδονοβλεψίας, περνάνε έτσι πέντε λεπτά, κάνω διάλειμμα και συνεχίζω. Γράφω ή στο «Ciao» στην Τσακάλωφ, ή στον «Ίσαλο» στην Ύδρα, σ' αυτά τα δύο καφενεία.

H μανιοκατάθλιψη θα υπήρχε αν είχατε μια πιο πρακτική ζωή;
Ντρέπομαι που το λέω, αλλά οι γιατροί μού έχουν πει ότι εάν η ζωή μου ήταν πιο κανονική, μπορεί να μην είχε έρθει καθόλου, ή να είχε έρθει σε πολύ ηπιότερη μορφή. Αλλά θα σου πω κάτι περίεργο, αυτή η αρρώστια μου έμαθε τους ανθρώπους. Τώρα έχω μέσα μου ένα τεράστιο αίσθημα αγάπης και συμπόνιας για τον πόνο του άλλου, που δεν θα το είχα ποτέ, αν δεν είχα αρρωστήσει".

Για την αντιγραφή
ΜΟΝΑ - ΖΥΓΑ

(Πηγή της εικόνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: