12.11.08

Ενας αφύσικος εναγκαλισμός

Από το Βήμα Ιδεών του Οκτωβρίου 2008 το τσεκουράτο άρθρο του Στ. Ματθία, πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου:

"Οταν πρόκειται να γίνουν προαγωγές από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ηγετικές θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας, η Εκκλησία στηρίζει θρησκευόμενους δικαστικούς λειτουργούς, και καμιά φορά εισακούεται.

Ο δικαστής είναι ανεξάρτητος όταν η συνείδησή του είναι αδέσμευτη και η κρίση του διαμορφώνεται χωρίς επιρροές. Απόπειρες επηρεασμού των δικαστών προέρχονται κατά κανόνα από την πολιτική εξουσία, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση και τον κομματικό της μηχανισμό. Οι πολιτικοί θέλουν να κηδεμονεύουν τη Δικαιοσύνη για να τη χρησιμοποιούν, ιδίως για να αποτρέπουν δυσμενείς γι΄ αυτούς αποφάσεις της. Επωφελούμενοι των πολιτικών πεποιθήσεων ορισμένων δικαστών, τους επιφυλάσσουν ειδικές εύνοιες και τους προωθούν, προκειμένου να καθοδηγούν, μέσω αυτών, εκείνους που εκάστοτε δικάζουν υποθέσεις οι οποίες παρουσιάζουν πολιτικό- κομματικό ενδιαφέρον. Ωστόσο τέτοιες επιδιώξεις σπάνια ευοδώνονται. Πρώτον διότι, όπως είναι γνωστό, το Σύνταγμα κατοχυρώνει με θεσμικά μέτρα τη δικαστική ανεξαρτησία: εξαγγέλλει ότι οι δικαστές (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εισαγγελείς) «απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» (άρθρο 87 παρ.1), καθιερώνει τη δικαστική «ισοβιότητα» (άρθρο 88 παρ.1, 4 και 5), επιφυλάσσει την επιθεώρηση και την εκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων δικαστών σε δικαστικά όργανα (άρθρα 87 παρ. 3 και 91) και αναθέτει τις κρίσεις για προαγωγές, μεταθέσεις κ.λπ. των δικαστών σε πρώτο βαθμό στο ΑΔΣ, που συγκροτείται με κλήρωση από ανώτατους δικαστές, και σε δεύτερο βαθμό στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου (άρθρο 90). Και, δεύτερον, διότι υπάρχει στη μέγιστη πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών μια στέρεη παράδοση ανεξαρτησίας που αποτρέπει συνήθως επεμβάσεις.

Πνευματική ανεξαρτησία και προκαταλήψεις του ίδιου του δικαστή
Η συνείδηση όμως του δικαστή υποτάσσεται καμιά φορά σε άλλους παράγοντες, εσωτερικούς, ενδογενείς. Τέτοιοι είναι συνήθως, στον τόπο μας, διάφορες εθνικιστικές ή θρησκευτικές ιδεοληψίες, υπό την επίδραση των οποίων ο δικαστής υπονομεύει ο ίδιος την πνευματική του ανεξαρτησία. Στις περιπτώσεις αυτές θεσμικά μέτρα δεν χωρούν!
Πράγματι, κάποιοι δικαστές είναι ευεπίφοροι σε εθνικοθρησκευτικές εμμονές που κατάγονται από τη θρησκευτική «κατήχηση» κατά τη σχολική τους ηλικία. Οι εμμονές τους εμπεδώνονται μέσα στο δικαστικό σώμα με την προσέλκυσή τους σε εκκλησιαστικούς κύκλους και με τη συστηματική αναστροφή τους με ιερωμένους. Οταν οι δικαστές αυτοί καλούνται να αποφασίσουν επί υποθέσεων στις οποίες διακυβεύονται αξίες που θεωρούν «ιερές», δίνουν, μερικές φορές, αντί της λύσης που προβλέπεται στον νόμο, αυτήν που τους υπαγορεύει η «πίστη» τους. Είναι γνωστή η περίπτωση παλαιού δικαστή που, εμφορούμενος από την πεποίθηση ότι η μοιχεία αποτελεί παραβίαση της θεϊκής Εντολής «Ου μοιχεύσεις», αρνήθηκε να επιδικάσει στην άπορη μοιχαλίδα σύζυγο «στοιχειώδη» διατροφή (απαραίτητη για τη συντήρησή της), όπως προέβλεπε η ισχύουσα τότε διάταξη του νόμου, και απέρριψε εντελώς την αγωγή της με τη ρήση: «Εγώ διατροφή σε μοιχαλίδα δεν δίνω»! Κατά κανόνα εκείνοι που δικάζουν υπό την επίδραση παρόμοιων ιδεοληψιών συγκαλύπτουν την αυθαιρεσία με μεθοδεύσεις: είτε διαστρέφουν το νόημα του νόμου τον οποίο θεωρούν ασυμβίβαστο με την πίστη τους είτε τον κηρύσσουν «αντισυνταγματικό» με βεβιασμένες σκέψεις είτε διαστρεβλώνουν το αποδεικτικό υλικό ώστε να καταστήσουν τον νόμο μη εφαρμοστέο στην ένδικη υπόθεση. Πρόσφατα ορισμένοι δικαστές, που πιστεύουν ότι η υποβοήθηση εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπως προβλέπεται στον ισχύοντα νόμο, αντιβαίνει στην «ιερότητα του ανθρώπου» ως δημιουργήματος του Θεού, απέκρουσαν την εφαρμογή του νόμου αυτού με την αιτιολογία ότι ήταν τάχα αντισυνταγματικός. Αλλοι καταδίκασαν κατηγορουμένους για πράξεις «προσηλυτισμού» ή ίδρυσης και λειτουργίας, από αλλόθρησκους ή αλλόδοξους, ναού, χωρίς προηγούμενη διοικητική άδεια, εφαρμόζοντας παλαιές διατάξεις της μεταξικής δικτατορίας, που έχουν εν τω μεταξύ καταστεί αντίθετες προς τη συνταγματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και ασυμβίβαστες προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Οι «θεοφοβούμενοι» δικαστές δεν παρακολουθούν επαρκώς τις κοινωνικές εξελίξεις και είναι κατά κανόνα υπερβολικά αυστηροί στην αναγνώριση ελαφρυντικών υπέρ των κατηγορουμένων καθώς και στην επιμέτρηση της ποινής. Καταλήγουν σε αλλοτρίωση της δικαστικής τους ανεξαρτησίας.

Ενας αφύσικος εναγκαλισμός
Χωρίς να παραβλέπει κανείς άλλες ιδεολογικές εμμονές, που επίσης υποβαθμίζουν την αδέσμευτη κρίση, είναι βέβαιο ότι οι θρησκευτικές επηρεάζουν συχνότερα και βαθύτερα τις αποφάσεις κάποιων δικαστών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, που διατηρεί τις αρχαϊκές δομές και δοξασίες της, επεμβαίνει, με ιδιαίτερη ενίοτε μαχητικότητα, σε ζητήματα του ιδιωτικού ή κοινωνικού βίου τα οποία σήμερα έχουν εκφύγει από την αρμοδιότητά της και διέπονται από τον κοσμικό νόμο. Ετσι δημιουργούνται συγκρούσεις του θρησκευτικού δόγματος με την ισχύουσα νομική ρύθμιση.

Η επιρροή της Εκκλησίας ενισχύεται από την παρουσία εκπροσώπων της και συμβόλων της μέσα στα δικαστικά καταστήματα και από τη συστηματική διείσδυσή της στη Δικαιοσύνη: Λατρευτικές εικόνες είναι αναρτημένες και ευαγγέλια τοποθετημένα σε περίοπτη θέση σε όλες τις δικαστικές αίθουσες και στα δικαστικά γραφεία. Κατά την έναρξη του δικαστικού έτους γίνεται, σε όλα κατά κανόνα τα δικαστήρια, επίσημος «αγιασμός», με την παρουσία των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά. Ο Αγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης έχει καθιερωθεί ως «προστάτης των δικαστών» και η ημέρα που εορτάζεται είναι επίσημη δικαστική αργία. Λειτουργίες, λιτανείες και αγρυπνίες τελούνται στον φερώνυμο ναό και στην Αρχιεπισκοπή με τη συμμετοχή προσκαλούμενων δικαστών. Επισκέψεις ιερωμένων σε δικαστικά γραφεία είναι συχνές, πυκνώνουν δε τις παραμονές διάσκεψης επί υποθέσεων που «ενδιαφέρουν» την Εκκλησία. Οταν πρόκειται να γίνουν προαγωγές από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ηγετικές θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας, η Εκκλησία στηρίζει θρησκευόμενους δικαστικούς λειτουργούς, και καμιά φορά εισακούεται. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η πεποίθηση ορισμένων διαδίκων ότι η Εκκλησία είναι σε θέση να ασκεί σε δικαστικούς κύκλους ουσιαστική επιρροή. Γι΄ αυτό και επιζητούν τη μεσολάβηση κληρικών σε εκκρεμείς δίκες. Επίσης κάποιοι δικαστές, υποψήφιοι για προαγωγή ή μετάθεση, γίνονται τακτικοί «συνομιλητές» μητροπολιτών με την προσδοκία ότι αυτοί θα τους υποστηρίξουν! Αποκορύφωμα του αφύσικου αυτού εναγκαλισμού Δικαιοσύνης και Εκκλησίας αποτελεί η από ετών σχεδιαζόμενηοικοδόμηση και λειτουργία ναού μέσα στον χώρο του Αρείου Πάγου! Υπάρχουν αναρίθμητες ορθόδοξες εκκλησίες στην Αθήνα, πολλές γύρω από τον Αρειο Πάγο, και σε όλες τις συνοικίες και τα προάστια. Γιατί λοιπόν επιζητείται η λειτουργία μιας ακόμη «μέσα» στον Αρειο Πάγο; Για να υπάρχει ευχερής και τακτική επαφή με τα μέλη του, με τα μέλη της Εισαγγελίας του και με τα μέλη του ΑΔΣ, ώστε να μπορεί να ασκείται επιρροή στο δικαιοδοτικό έργο και στη διοίκηση της Δικαιοσύνης, δηλαδή σε προαγωγές, μεταθέσεις κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό θα προωθούνται οι προσκείμενοι στην Εκκλησία δικαστές και εισαγγελείς που ακολούθως θα κατευθύνουν τη Δικαιοσύνη! Και σήμερα άλλωστε δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο κληρικών που προσεγγίζουν δικαστές και εισαγγελείς, με το πρόσχημα ότι τους «διαφωτίζουν» ενώ στην πραγματικότητα αποβλέπουν στο να δεσμεύσουν την ψήφο τους υπέρ των απόψεων και βλέψεων της Εκκλησίας.
Πρόκειται για φαινόμενα απολύτως αναχρονιστικά και ασυμβίβαστα με τη δικαστική ανεξαρτησία".

Για την αντιγραφή
ΜΟΝΑ - ΖΥΓΑ

(Πηγή της φωτογραφίας του έργου "Justice" του Xavier Cortada)

Δεν υπάρχουν σχόλια: