Από το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ το άρθρο του Στ. Ευσταθιάδη:
"Οι Αμερικανοί έχασαν την ελευθερία τους
Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον δεν συγκλόνισε μόνο ψυχολογικά την Αμερική. Είχε και έχει βαθιές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις οι οποίες δεν περιορίζονται στην Αμερική ούτε είναι χρονικά καθορισμένες. Και μολονότι το ψυχολογικό σοκ υποχώρησε και σχεδόν εξαφανίστηκαν τα τραύματα - ήταν η πρώτη στην ιστορία επίθεση που δέχτηκε στο έδαφός της η Αμερική και αυτό ανέτρεψε την παθολογικών διαστάσεων πίστη των κατοίκων της ότι η χώρα τους είναι απρόσβλητη -, οι σύνδρομες επιπτώσεις της επίθεσης παραμένουν και ασφαλώς θα εξακολουθήσουν να επηρεάζουν τις εξελίξεις τόσο στην ίδια την Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
«Η μεγαλύτερη και ελάχιστα αναμενόμενη δομική καταστροφή στον κόσμο», όπως χαρακτηρίστηκε η κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων και μιας πτέρυγας του Πενταγώνου, έδωσε το ιδεολογικό κάλυμμα στην κυβέρνηση Μπους να προχωρήσει σε μέτρα περιορισμού των ελευθεριών, ελέγχου των κινήσεων των πολιτών, αυθαίρετων οικονομικών περιορισμών και συντονισμένης εκστρατείας κατά του προοδευτικού κλίματος που είχε διαμορφωθεί στον κόσμο με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ηταν το απροσδόκητο δώρο στους νεοσυντηρητικούς και στους θεοκρατιστές, οι οποίοι, με τον Τζορτζ Μπους επικεφαλής, κατέλαβαν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία της Αμερικής στην αυγή του 21ου αιώνα.
* Η κατεδάφιση της δημοκρατίας
Με 36 συνολικά προεδρικά διατάγματα, ορισμένα από τα οποία δεν πέρασαν από το Κογκρέσο, η κυβέρνηση Μπους σε διάστημα έξι χρόνων από την 11/9 ακύρωσε, ανέτρεψε και απονεύρωσε νόμους που εγγυούνταν την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων των αμερικανών πολιτών και καταστάσεις στη χώρα που διασφάλιζαν την ελευθερία της επικοινωνίας τους και τον σεβασμό της προσωπικότητάς τους. Περισσότερο όμως από καθετί άλλο η κυβέρνηση Μπους δημιούργησε - όχι τυχαία - τέτοιο ψυχολογικό παραλήρημα στην αμερικανική κοινωνία ώστε κατόρθωσε να παρασύρει τη χώρα σε έναν καταστρεπτικό πόλεμο, στο Ιράκ, στηριγμένο σε πλαστά στοιχεία και σε δονκιχωτικούς οραματισμούς. Το κλίμα αυτό επέτρεψε να μείνουν απαθείς εμπρός στην κατεδάφιση του ελεύθερου, δημοκρατικού οικοδομήματος της Αμερικής πολιτικές και επιστημονικές προσωπικότητες, εφημερίδες διεθνούς κύρους και πολιτικοί οργανισμοί οι οποίοι είχαν αγωνιστεί και είχαν πετύχει, τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες, να δημιουργήσουν μια κοινωνία με θεσμούς οι οποίοι μπορεί να μη ήταν πολύ φιλολαϊκοί και δημοκρατικοί επέτρεπαν όμως την άνετη, κανονική και χωρίς εκπλήξεις διαβίωση. «Είναι αδύνατον να φανταστώ ότι στη χώρα μου κάποιοι θα έλεγχαν κάποτε το ποιος και πότε με επισκέπτεται, τι περιέχει η τσάντα μου και ότι θα πρέπει να ελέγχουν αν οι σόλες των παπουτσιών μου περικλείουν κάτι επικίνδυνο» έγραψε ο πρώην πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ. Ο Χένρι Κίσινγκερ «αισθάνθηκε πολύ άσχημα (...), του θύμισε άλλες εποχές και άλλες χώρες» - όπως δήλωσε ο ίδιος - η είδηση για τη δημιουργία, το περασμένο φθινόπωρο, υπερυπουργείου στις ΗΠΑ, το οποίο «θα συντονίζει την επιτήρηση (overseeing) υπόπτων και θα ελέγχει τη λειτουργία» είκοσι και πλέον αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας.
* Ντόμινο μέτρων καταστολής
Ακόμη πιο σημαντικό, και τραγικό ταυτόχρονα, είναι το ότι αυτά τα μέτρα δεν περιορίζονται στην Αμερική. Οτι με πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον, οι οποίες οδηγούν σε πιεστικούς εκβιασμούς, επιβάλλονται και στον υπόλοιπο κόσμο καθώς οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να κάνουν χρήση της οικονομικής και της στρατιωτικής δύναμής τους. Εν ονόματι της τρομοκρατικής απειλής αδρανοποιούνται συνταγματικώς κατοχυρωμένα πολιτικά δικαιώματα με ιστορία αιώνων, σταθεροποιούνται απολυταρχικά καθεστώτα και ενισχύονται αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές τάσεις σε χώρες με ρευστή πολιτική ιστορία. Στην Ελβετία οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεν είναι πλέον απόρρητοι - η Γουόλ Στριτ απείλησε ότι θα λάβει μέτρα αν οι τράπεζες δεν συμμορφωθούν προς τις «υποδείξεις» της Ουάσιγκτον -, στη Σουηδία δεν χορηγείται κάρτα κοινωνικής αρωγής την οποία, τυπικά, δικαιούνται εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, αν αυτά θεωρηθούν με βάση αμερικανικής προέλευσης στοιχεία ότι είναι «ύποπτα», βρετανικής υπηκοότητας, με τη χώρα των οποίων η Αμερική έχει «ειδικές σχέσεις» και δεν μπορούν να ταξιδέψουν στην Αμερική, αν προηγουμένως δεν θεωρηθούν «ασφαλή» - κάτι που ισχύει για όλους όσοι ταξιδεύουν στην Αμερική.
* Η πραγματική απειλή και οι θεωρίες
Η αντιτρομοκρατική πολιτική της κυβέρνησης Μπους - για τις ακρότητες της οποίας φέρουν μεγάλη ευθύνη και οι Δημοκρατικοί - καλύπτει σήμερα όλες τις εκδηλώσεις αυτού που ονομάζουμε «καθημερινότητα». Θα ήταν αδιανόητο πριν από λίγα μόλις χρόνια να αποτελεί θεσμικό δικαίωμα της κυβέρνησης η συνεχής παρακολούθηση του κάθε πολίτη, είτε Αμερικανού είτε ξένου, ο οποίος βρίσκεται στις ΗΠΑ, ο έλεγχος χωρίς δικαστική έγκριση των επικοινωνιών τους και η οικονομική τους κατάσταση και η αστυνομία να έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει χωρίς ένταλμα οποιονδήποτε κρίνει ότι «ενδεχομένως είναι ύποπτος τρομοκρατικών ενεργειών». Την ίδια στιγμή χώρες με μακρά παράδοση ελευθερίας για οποιονδήποτε βρίσκεται εκεί, λ.χ. το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία, η Αυστρία κ.ά., αναγκάζονται να «ενημερώνουν» την Ουάσιγκτον για κάθε άνθρωπο που έρχεται είτε απλώς διέρχεται από τη χώρα τους και για όποιον διακινεί κάποια «σχετικώς σοβαρά ποσά» σε τραπεζικούς λογαριασμούς - πάντοτε στο όνομα της τρομοκρατικής απειλής. Υπάρχει, φυσικά, πραγματική απειλή τρομοκρατικής επίθεσης και όχι μόνο κατά αμερικανικών στόχων. Θα ήταν όμως τουλάχιστον αφελής εκείνος που δεν θα διέκρινε πίσω από αυτό το «παραπέτασμα ανησυχίας» - το οποίο συνεχώς τροφοδοτείται από διάφορα πρόσωπα στην Αμερική και αλλού - την προσπάθεια των ανά τον κόσμο υπερσυντηρητικών, θεοκρατικών και αντιλαϊκών στοιχείων να ανατρέψουν την κοινωνία της ελευθερίας και να επιβάλουν τις δικές τους ψευτοκοινωνικές θεωρίες.
*Είμαστε πιο ασφαλείς;
Είμαστε πιο ασφαλείς σήμερα, ύστερα από έξι χρόνων έκτακτα μέτρα, απαγορεύσεις, συλλήψεις υπόπτων, πολέμους και κατάφωρες επεμβάσεις στα προσωπικά δικαιώματα του πολίτη; Δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική. Και αυτή τη γνώμη δεν την έχουν μόνο οι Αμερικανοί - τους οποίους πρωτίστως θέλει να προστατεύσει η αντιτρομοκρατική πολιτική υστερία της κυβέρνησης Μπους. Με εξαίρεση τους Πολωνούς και τους Λιθουανούς, οι οποίοι για λόγους ανεξήγητους θεωρούν «πιο ασφαλή» τον εαυτό τους σήμερα, όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι της ΕΕ, σε επίπεδο 54% (Βρετανία) ως 71,2% (Γερμανία), βλέπουν τον εαυτό τους και τη χώρα τους να «βρίσκονται αντιμέτωποι με απειλές οι οποίες δεν υπήρχαν πριν από τις 11/9», σύμφωνα με στοιχεία του γερμανικού Ιδρύματος Marshall. Τις ίδιες διαπιστώσεις επιχειρεί και το αμερικανικό Albert & Donna Foundation της Καλιφόρνιας, το οποίο στις αρχές του περασμένου Μαΐου διενήργησε σχετικές δημοσκοπήσεις σε 14 χώρες της Ασίας (εκτός Κίνας και Ιράν). Το ποσοστό «ανησυχίας» ήταν δύο ως πέντε φορές μεγαλύτερο από ό,τι των κατοίκων αυτών των χωρών πριν από την τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη («The Wall Street Journal).
Για την αμερικανική Γερουσία, η οποία δέχεται - με ψήφους 51 υπέρ, 41 κατά τον περασμένο Μάρτιο - ότι «κάθε άλλο παρά ασφαλής» είναι σήμερα ο αμερικανός πολίτης, αυτό οφείλεται σε λανθασμένη πολιτική και στρατηγική της κυβέρνησης Μπους. Μακριά από κομματικά υπονοούμενα, με ψυχραιμία και ποιοτική ανάλυση δεδομένων, οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι και οι άλλοι ειδικοί του Brookings Institution της Ουάσιγκτον διαπίστωναν από τον Απρίλιο του 2006, μεταξύ άλλων, «αλλοπρόσαλλο στρατηγικό σχεδιασμό» στην αντιτρομοκρατική πολιτική της κυβέρνησης Μπους και «σοβαρά αμφισβητήσιμη τακτική (...) ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη λαϊκή ευαισθητοποίηση και τη συμμαχική υποστήριξη». Πολύ συγκεκριμένο το βρετανικό Royal Institute of International Affairs, στην πολυσέλιδη έκθεσή του για την τρομοκρατία του Οκτωβρίου 2005, κατηγορεί τις κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας για «άνευ στόχου πόλεμο», ο οποίος συνεχώς μεταβάλλει τακτική εφαρμογής αποφάσεων και «ενισχύει την (λαϊκή) πεποίθηση ότι παράλληλα με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας περιστέλλονται δικαιώματα, ηθικά ερείσματα, τίμιες επιδιώξεις» των πολιτών, γεγονός το οποίο «μάλλον ενισχύει και εμπεδώνει τις ανησυχίες και τους φόβους» αντί να τους δίνει το αίσθημα της ασφάλειας. [Υπενθυμίζεται ότι ο τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ χαρακτήρισε αυτές τις διαπιστώσεις«κρίσιμης σημασίας, αλλά άδικες».]
Η «πλημελής επαγρύπνηση» της CIA
Τουλάχιστον 60 στελέχη της CIA είχαν επισημάνει σχεδόν έναν χρόνο πριν από την τρομοκρατική επίθεση κάτι το «ιδιαιτέρως ανησυχητικό» για δύο Σαουδάραβες οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ήταν μεταξύ των 19 τρομοκρατών τής 9/11. Κανένας τους όμως δεν διαβίβασε τις ανησυχίες του σε πιο ειδικευμένα τμήματα της Υπηρεσίας τα οποία θα ήταν δυνατόν να ενεργήσουν προληπτικά και να αποσοβηθεί η τρομοκρατική επίθεση. Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία της «αμελούς επαγρύπνησης» που καταλογίζει στην ηγεσία και στην οργάνωση της CIA η ειδική διακομματική επιτροπή η οποία ανακοίνωσε τα συμπεράσματά της τον Μάιο του 2006. Η επιτροπή διαπίστωσε επιχειρησιακό χάος και μια διαρκή σιωπηλή αντιπαράθεση μεταξύ της Υπηρεσίας και του Γραφείου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, η οποία πολλές φορές έφθανε σε σημείο αλληλοϋπονόμευσης με συνέπεια την πλημμελή λειτουργία του «μηχανισμού προστασίας του αμερικανικού έθνους». Η επιτροπή ωστόσο προσπάθησε να απαλύνει τις ατέλειες και, μολονότι δεν δικαιολογεί την «αδυναμία της Υπηρεσίας να προλάβει το έγκλημα», απαλλάσσει όλους εκείνους που κατά κάποιον τρόπο «δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή σε στοιχεία (...) τα οποία θα μπορούσαν να προλάβουν την τραγωδία αν μελετούνταν από τα αρμόδια τμήματα» σημειώνει ο πρόεδρος της επιτροπής Τζον Χέλγκερσον.
Με την αλλαγή της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο μετά τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου αναμένεται ότι οι Δημοκρατικοί θα θέσουν πάλι ζήτημα έρευνας για τις ευθύνες του Λευκού Οίκου στην τρομοκρατική επιδρομή της 11ης Σεπτεμβρίου".
Για την αντιγραφή
ΜΟΝΑ - ΖΥΓΑ
(Η εικόνα έχει ληφθεί από εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου